- τεντιμποϊσμός
- οαντικοινωνική συμπεριφορά με θρασύτητα, προκλητικότητα και βιαιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεντιμποϊσμός — Αγγλικός όρος που καθιερώθηκε από νέους (teddy boys) της Αγγλίας οι οποίοι, για να αντιδράσουν στο κατεστημένο, εμφανίστηκαν το 1949 με ενδυμασίες της εποχής του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ’. Ο τ. είναι ειδική αντικοινωνική εκδήλωση, της εφηβικής … Dictionary of Greek
τεντυμποϊσμός — και τεντιμποϊσμός ο, Ν 1. η ιδιότητα τού τεντυμπόη, περιθωριακή, ασυμβατική, παραβατική και βίαιη συμπεριφορά νεαρών αμφισβητιών τής δεκαετίας τού 1950 2. φρ. «νόμος περί τεντυμποϊσμού» (νομ.) ο νόμος 4.000/1959 «περί καταστολής τινών αξιοποίνων… … Dictionary of Greek